Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

Κάτω απ' το φως του ήλιου.

 Το αυτοκίνητο κατάπινε τα χιλιόμετρα κι εκείνη περιχαρής ανέπνεε τον καθαρό αέρα που έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη όπως θα ήταν στο εξής και η ζωή της... Αφού κατάφερε και βγήκε ζωντανή από τα χέρια αυτού του τυράννου που πριν τέσσερα χρόνια επέλεξε για σύζυγό της, όλα είχαν πάρει πλέον τον δρόμο τους. Τον σωστό δρόμο, τον δρόμο της ανακούφισης, της ευτυχίας, της ελευθερίας.

Δεν ήξερε τότε, δεν είχε φανταστεί…

Τον πρώτο χρόνο όλα έμοιαζαν μαγικά, ανέλπιστα. Είχαν το χρώμα του έρωτα, το άρωμα της αγάπης. Ύστερα ήρθε η ζήλια και φώλιασε στην καρδιά του και αυτή τον έκανε να μοιάζει με κάποιον άλλο, ένα θηρίο άγριο που δεν είχε ούτε φραγμούς, ούτε
όρια. Η αδικία εισέβαλε σε κάθε πτυχή του κορμιού της κάθε φορά που την υποψιαζόταν χωρίς ουδέποτε να έχει δώσει το παραμικρό δικαίωμα ώστε να την αμφισβητεί· αυτού του κορμιού που έμοιαζε κουρέλι στα χέρια του όταν ξέσπαγε
μανιασμένος εναντίον της.

Οι γονείς της ανίδεοι, καθώς έμεναν μίλια μακριά και ποτέ δε θέλησε να τους αποκαλύψει το μαρτύριο που βίωνε, μην τους στενοχωρήσει. Δική της ήταν εξάλλου η επιλογή, δικό της και το τίμημα… 
Τα πεθερικά της έσπευδαν πάντα να
δικαιολογήσουν τον μονάκριβό τους και να ρίξουν σε εκείνη την ευθύνη.
«Κάτι θα έκανες κι εσύ…» της έλεγε η πεθερά της και η ζωή της φάνταζε ακόμα
πιο μαύρη.

Οι πόνοι στο σώμα κάποτε περνούσαν, μέχρι να έρθει η επόμενη φορά… Ο πόνος στη ψυχή όμως μεγάλωνε μέρα με τη μέρα και ο έρωτας με τον καιρό έσβηνε, χανόταν. Όχι, δεν τον μισούσε, όμως ένιωθε απογοητευμένη και κυρίως παγιδευμένη,
εγκλωβισμένη σε μία κόλαση που μόνο ένα θαύμα θα μπορούσε να τη βοηθήσει να δραπετεύσει. Φοβόταν να τον εγκαταλείψει, έτρεμε για τη ζωή της· είχε γίνει πολύ επικίνδυνος, κάθε ξέσπασμά του ήταν χειρότερο από το προηγούμενο.
Όταν συνέβη για πρώτη φορά, τον συγχώρεσε, αντιμετωπίζοντας τη μεταμέλεια
στο πρόσωπό του, τα υγρά του μάτια, τα παρακάλια του για μία δεύτερη ευκαιρία και τις υποσχέσεις του, οι οποίες στο μέλλον αποδείχτηκαν κούφιες, ψεύτικες…

Σε κανέναν δε μιλούσε γι’ αυτό. Κανείς δε γνώριζε τι συνέβαινε τρία ολόκληρα χρόνια πίσω από τις κλειστές πόρτες του σπιτιού τους, μέχρι που εμφανίστηκε στη ζωή της μια φίλη απ’ τα παλιά. Μετακόμισε στην πόλη τους για επαγγελματικούς
λόγους και ξαναέσμιξαν έπειτα από χρόνια.
Πιάστηκε από πάνω της, σαν τον διψασμένο που ψάχνει απεγνωσμένα για νερό.
Της είπε τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια, μόνο και μόνο να αδειάσει την ψυχή της, μα εκείνη τη βοήθησε και με το παραπάνω… Της βρήκε τον καλύτερο δικηγόρο, μαζί έτρεξαν στο αστυνομικό τμήμα, αφού μίλησαν πρώτα με την υπεύθυνη του Συλλόγου Προστασίας Κακοποιημένων Γυναικών. Όλα οργανώθηκαν με απόλυτη μυστικότητα και έφτασε η στιγμή που θα έφευγε, με τη βοήθεια της φίλης της, για πάντα από κοντά του.
Δεν υπολόγισαν όμως ότι εκείνος θα το μάθαινε νωρίτερα, πριν προλάβει να φύγει εκείνη από το σπίτι…

Μπήκε με άγριες διαθέσεις στο δωμάτιό τους, την ώρα που έκλεινε τη βαλίτσα της. Άρχισε να βρίζει και να τη χτυπάει με όλη του τη δύναμη. Η φίλη της κατάφερε να ξεφύγει και να ειδοποιήσει τους αστυνομικούς, οι οποίοι έσπευσαν να τη γλυτώσουν
από τα χέρια του και να τον συλλάβουν.
Έξι μέρες νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο με κακώσεις σε διάφορα σημεία του σώματος, μα όταν πήρε εξιτήριο όλα είχαν πάρει το δρόμο τους χωρίς να χρειαστεί να ασχοληθεί η ίδια.

Εδώ και τρεις μήνες ήταν ελεύθερη και είχε επιστρέψει και πάλι στους γονείς της, στον τόπο που μεγάλωσε και που τόσο αγαπούσε, πίσω στην μητρική αγκαλιά που έβρισκε γαλήνη η ψυχή της. Μα η σημερινή μέρα ήταν ξεχωριστή. Το διαζευκτήριο μέσα στην τσάντα της, της έδινε το δικαίωμα να αντιμετωπίζει αυτή τη μέρα σαν
γιορτή.
Πάρκαρε το αυτοκίνητό της δίπλα στην άμμο και κατέβηκε να απολαύσει το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας, κάτω απ’ το φως του ήλιου.
Εκεί, σ’ αυτή τη θάλασσα θα έπνιγε το παρελθόν της, αυτός ο ανοιξιάτικος ήλιος θα φώτιζε και πάλι τη ζωή της. Μια ζωή χωρίς φόβο, ξέγνοιαστη.

«Θα ‘ρθουν καλύτερες μέρες και θα τις ζήσω όλες μία προς μία!» Φώναξε μέσα της και πέταξε ένα βότσαλο στο νερό για να επισφραγίσει την υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό της. 

                                            ✍ Φωτεινή Ταχατάκη 
                                       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου