Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018




                         Εν καιρώ πολέμου.




 Ημερολόγιο...
                                            Σεπτέμβριος 1943


 Κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο και βλέπω πως τα σύννεφα έχουν αρχίσει να πυκνώνουν. Από στιγμή σε στιγμή θα ξεσπάσει καταιγίδα, είναι ολοφάνερο, μα για εμένα δεν έχει καμία σημασία. Ούτε ο ήλιος, ούτε η βροχή μου κάνουν κάποια διαφορά. Το συναίσθημα είναι το ίδιο. Ένα κενό. Μόνο αυτό νιώθω πλέον. Όλα όσα πέρασα είναι τόσο μακριά κι όμως μέχρι τώρα δεν κατάφερα να τα αφήσω πίσω μου, να ξεχάσω…
  Σαν να ήταν χθες θυμάμαι την πρώτη μέρα που χτύπησαν οι καμπάνες της επιστράτευσης. Ηχούσαν περίεργα, αλλιώτικα από άλλες φορές και όλοι τρέξαμε στην πλατεία του χωριού να μάθουμε τι συμβαίνει. Συγκεντρωθήκαμε κάτω από τον μεγάλο πλάτανο και μας ενημέρωσαν πως οι Ιταλοί είχαν εισβάλει στα Ελληνικά εδάφη. Οι άντρες σπεύσαμε στα σπίτια μας να ετοιμαστούμε για την αναχώρησή μας. Η μάνα μου εφοδίασε το σακίδιό μου με ζεστά ρούχα, λίγες κονσέρβες, μήλα, πορτοκάλια, ένα παγούρι με νερό και μισό καρβέλι ψωμί που είχαμε από την προηγούμενη μέρα.
  Φύγαμε βιαστικά για το σταθμό των τρένων. Οι γυναίκες έκλαιγαν γοερά, τα παιδιά το ίδιο και οι νεότεροι άνδρες δεν μπορούσαμε να κρύψουμε τον τρόμο από το βλέμμα. Πού θα πηγαίναμε; Τι θα αντιμετωπίζαμε; Πότε θα γυρνούσαμε πίσω; Πολλά τα ερωτήματα που γεννούσε το μυαλό μας, μα κανείς δεν υπήρχε να μας δώσει απαντήσεις.
  Δε θα ξεχάσω ποτέ τη μάνα μου, που με κόκκινα μάτια από το κλάμα, μου πέρασε έναν χρυσό σταυρό στο λαιμό, παρακαλώντας με να γυρίσω ζωντανός. Λες και ήταν στο χέρι μου, σαν να αποφάσιζα εγώ για τη μοίρα μου.
  Η μόνη μου παρηγοριά ήταν ο πατέρας μου, που λόγω της προχωρημένης του ηλικίας θα έμενε πίσω και θα κρατούσε συντροφιά στη μάνα, για να μην είναι μόνη. Αδέρφια δεν είχα, μοναχοπαίδι ήμουν, όπως και ο φίλος μου ο Σταύρος. Μαζί μεγαλώσαμε, στην ίδια αυλή. Μαζί ματώναμε τα γόνατά μας στο παιχνίδι, παρέα τελειώσαμε το γυμνάσιο, μαζί σκιρτήσαμε για πρώτη φορά για την ίδια κοπέλα, που στο τέλος δεν την κατέκτησε κανείς μας για να μη χαλάσει η φιλία μας. Μαζί απολυθήκαμε από τον στρατό και έπειτα, σχεδόν αμέσως, παρέα φύγαμε για το Μέτωπο. Εκείνος όμως δε φοβόταν, είχε πιο πολύ θάρρος. Σαν εκδρομή έβλεπε την επιστράτευση, σαν να ήταν μια άσκηση από αυτές που μας έκαναν στο στρατόπεδο. Χαμογελούσε συνεχώς και έλεγε αστεία στη μάνα του για να μην κλαίει, μέχρι τη στιγμή που επιβιβαστήκαμε στο τρένο.
  Στριμωχτήκαμε όπως όπως, ώστε να βγούμε στα παράθυρα να χαιρετίσουμε κι από ‘κει τους δικούς μας. Το τρένο ξεκίνησε σφυρίζοντας για άγνωστο σε μας προορισμό. Ξεμάκραιναν σιγά σιγά τα αγαπημένα πρόσωπα, ώσπου χάθηκαν τελείως από τα μάτια μας. Περνούσαμε τα χωριά ένα ένα, χωρίς να γνωρίζουμε πού θα καταλήξουμε. Η διαδρομή μου φαινόταν γνωστή, μέχρι που φτάσαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Κορίνθου και τότε κατάλαβα. Θα μας πήγαιναν για αρχή στο στρατόπεδο που είχαμε υπηρετήσει οι περισσότεροι από εμάς. Ένα φορτηγό μας παρέλαβε και μας μετέφερε στη στρατιωτική βάση.
  Μείναμε εκεί όλο το βράδυ για να οργανωθούμε και να λάβουμε οδηγίες. Την επόμενη μέρα το πρωί τα Ιταλικά αεροσκάφη βομβάρδισαν τον Ισθμό, μα δε κατάφεραν, ευτυχώς, να καταρρίψουν τη γέφυρα. Το ίδιο βράδυ επιβιβαστήκαμε σε ένα στρατιωτικό όχημα, αφού πρώτα μας μοίρασαν όπλα και σφαίρες, που μας μετέφερε στο λιμάνι της Λεχαίου. Μπήκαμε στο καράβι αρματωμένοι και φτάσαμε το πρωί στο Μεσολόγγι. Από εκεί ξεκινήσαμε με τα πόδια για το Αγρίνιο και ύστερα από μια σύντομη στάση, συνεχίσαμε για την Άρτα. Ο εξοπλισμός στις πλάτες μας ήταν βαρύς και τα σακίδια μας γεμάτα με τρόφιμα και ρούχα. Συνεχίσαμε μέχρι τα Γιάννενα, περπατώντας μέρα και νύχτα ακούραστοι, κάνοντας πολύ μικρά διαλλείματα ώστε να ξαποσταίνουμε. 
Κάποια στιγμή φτάσαμε σε εκείνο το σημείο, στο Καλπάκι, ενώ είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Στήσαμε τα αντίσκηνα πίσω από κάτι δέντρα, με τη βροχή να μας δέρνει αλύπητα και τα πόδια μας να βυθίζονται στις λάσπες. Φωνές ακούγονταν από μακριά, ενώ ο ήχος από τα πυροβόλα δε σταματούσε να μας τρυπάει το μυαλό. Ο διοικητής μας, καλός άνθρωπος και πολύ θαρραλέος, μας εμψύχωνε και μας έδινε οδηγίες. Αρχίσαμε να ρίχνουμε κι εμείς όταν ο εχθρός ζύγωνε όλο και πιο κοντά μας.
  Τις πρώτες μέρες τις μετρούσαμε μία προς μία, ύστερα χάσαμε το μέτρημα, τον τόπο και το χρόνο. Τα πόδια μας πονούσαν από τα κρυοπαγήματα, μα ούτε που σκεφτόμασταν να παραπονεθούμε. Ακόμα δεν ξέρω πόσες μέρες πολέμησα… Ήταν μέρες; Ήταν μήνες; Αιώνες μου φάνηκαν εμένα.
  Το κρύο μας χτυπούσε στα κόκαλα και η πείνα μας θέριζε το στομάχι. Τα τρόφιμα τελείωναν κι αυτά που συγκέντρωναν και έστελναν οι γυναίκες από τα γύρω χωριά δεν έφταναν για όλους, έτσι προσπαθούσαμε να χορτάσουμε με καρύδια και χαρούπια που κόβαμε από τα δέντρα.
Ποτέ δε θα ξεχάσω εκείνον τον Ιταλό που βρήκα ένα βράδυ κρυμμένο ένα μέτρο κοντά στη σκοπιά μου. Τον σημάδεψα με το όπλο μου και τον οδήγησα στον διοικητή μου. Εκείνος με διέταξε να του ρίξω κι εγώ το έκανα. Του έριξα, τον σκότωσα. Εγώ, που δεν είχα πειράξει ούτε μυρμήγκι μέχρι τότε στη ζωή μου, έγινα φονιάς ενός παλικαριού που θα τον κλαίει η μάνα του για πάντα. Αλλά έτσι είναι ο πόλεμος… Ύστερα ακολούθησαν κι άλλοι… Το πολυβόλο είχε γίνει προέκταση του χεριού μας και όπου νιώθαμε κίνδυνο, ρίχναμε. Εμείς σ’ αυτούς κι αυτοί σε μας.
  Έτσι άδοξα έφυγε και ο φίλος μου ο Σταύρος. Ένα μεσημέρι που εγώ κοιμόμουν, άκουσα δυο άλλους να φωνάζουν το όνομά του και πετάχτηκα απ’ τον ύπνο μου. Έτρεξα κοντά του και ίσα που πρόλαβα να του κλείσω τα μάτια. Το ξεχωριστό του χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του από το βόλι κάποιου Ιταλού. Μερόνυχτα έκλαιγα σαν μικρό παιδί, μην μπορώντας να πιστέψω πως τον έχασα για πάντα. Αυτόν που μου έδινε κουράγιο, αυτόν που δεν είχε νιώσει φόβο.
  Ύστερα απ’ τον θάνατό του έπαψα να φοβάμαι κι εγώ, πείσμωσα, θύμωσα. Στράφηκα εναντίον του εχθρού με περισσότερο σθένος. Και τους νικούσαμε, ναι, αυτό κάναμε, τους νικούσαμε.
Ο στρατός τους υποχώρησε και είχε έρθει η στιγμή να πάμε παρακάτω. Σηκώσαμε τ’ αντίσκηνα και πήραμε το δρόμο προς το βορά. Περάσαμε τα Γιάννενα περπατώντας όλη νύχτα μέσα στη βροχή. Στον πρώτο ποταμό που συναντήσαμε, ήρθαμε αντιμέτωποι με τα Ιταλικά στρατεύματα. Αφού καταφέραμε και τα ρίξαμε μέσα στο ποτάμι, συνεχίσαμε και φτάσαμε μέχρι το Αργυρόκαστρο. Εκεί η νίκη δεν ήταν εύκολη υπόθεση για μας, μα είχαμε θέληση και πίστη, ήμασταν αποφασισμένοι να νικήσουμε και το πετύχαμε. Καταλάβαμε κι αυτό το μέρος. Αμέσως μετά, ο επικεφαλής μας διέταξε να οπισθοχωρήσουμε για να κατέβουμε παραλιακά προς τους Άγιους Σαράντα. Ο σκοπός μας ήταν να κόψουμε δρόμο μέσω ενός ποταμού για να προλάβουμε τους Ιταλούς και να τους ξεγελάσουμε.
  Ο δρόμος ήταν δύσβατος και το νερό βαθύ. Εκεί χάσαμε δύο φαντάρους μας που πνίγηκαν παρασυρόμενοι από τον ποταμό.
Καταφέραμε οι υπόλοιποι με κόπο να περάσουμε το ποτάμι. Φτάσαμε το ξημέρωμα στους Άγιους Σαράντα. Εκεί μας περίμενε ένας ιερέας ο οποίος μας μοίρασε φαγητό, όμως ήταν ελάχιστο και μόνο μια μικρή μερίδα  αντιστοιχούσε στον καθένα μας. Αφού φάγαμε και ξαποστάσαμε για λίγο, τον ευχαριστήσαμε και συνεχίσαμε να περπατάμε με την βοήθεια κάποιων ντόπιων ανθρώπων που γνώριζαν καλά την περιοχή και μας προφύλαξαν από τις απότομες πλαγιές, καθώς ο δρόμος είχε πολλά επικίνδυνα σημεία. Φτάσαμε στη Χιμάρα. Τότε άρχισε να πέφτει το χιόνι πυκνό πάνω στα κεφάλια μας και ο αέρας να φυσάει μανιασμένα. Παρά τη χιονοθύελλα τα Ιταλικά αεροσκάφη άνοιγαν πυρά εναντίον μας. Κάπου εκεί βρήκαμε κάτι χαλάσματα και κρυφτήκαμε για να προστατευτούμε.
  Παραμονές Χριστουγέννων ήταν, θυμάμαι και κάναμε όλοι σα μικρά παιδιά όταν λάβαμε τα δέματα από τους δικούς μας. Γλυκά, ξηροί καρποί, ένα μπουκάλι κονιάκ και φυσικά ένα γράμμα από τον πατέρα μου, η μάνα μου δεν ξέρει να γράφει. Άλλοι είχαν λάβει και ζεστές κάλτσες και φανέλες. Τι κι αν το κρύο μας έδερνε και μας ταλαιπωρούσε; Αυτή η κίνηση αγάπης μας ζέστανε τις καρδιές μας… Μέχρι τη στιγμή που όλα γύρω μου σκοτείνιασαν… Άκουσα τον θόρυβο του αεροπλάνου που πετούσε χαμηλά, ύστερα τον ήχο του βομβαρδισμού και μετά… κενό.

  Ξύπνησα στο νοσοκομείο του Μεσολογγίου. Πόσες μέρες άραγε να ήμουνα αναίσθητος; Όλο μου το σώμα πονούσε αφόρητα. Τα πόδια μου δεν τα ένιωθα. Λίγη ώρα αργότερα διαπίστωσα πως μου τα είχαν κόψει. Ξέσπασα σε λυγμούς. Καλύτερα να μην είχα ζήσει, σκεφτόμουν διαρκώς. Μακάρι να έφευγα κι εγώ όπως ο Σταύρος, παρά σακάτης για την υπόλοιπη ζωή μου.
  Κάθε επιπλέον μέρα στο νοσοκομείο ήταν ένα μαρτύριο για μένα. Ο πόνος κυρίαρχος όλων εκεί μέσα, η θλίψη που αντίκριζα στα μάτια των συμπολεμιστών μου ήταν ανυπόφορη. Οι γιατροί και οι νοσοκόμοι έτρεχαν πανικόβλητοι να κάνουν ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για όλους, όμως τα θύματα ήταν αμέτρητα.
  Παραμονή πρωτοχρονιάς ήμουν εκεί μόνος, με τόσο κόσμο γύρω μου, αλλά μόνος. Καλύτερα έτσι, κανέναν δεν ήθελα να δω, κανείς δεν μπορούσε να μου δώσει δύναμη. Δεν είχα ανάγκη από λόγια παρηγοριάς, τα πόδια μου χρειαζόμουν στη θέση τους και αφού αυτό ήταν αδύνατον, δεν ήθελα κανέναν.
  Δεν ξέρω γιατί με κράτησαν τόσο καιρό εκεί μέσα. Έπρεπε να κοιτούν τα τραύματα και να με παρακολουθούν για τυχόν μολύνσεις, μου έλεγαν κι εγώ έκανα σιωπηρή υπομονή μέχρι να φτάσει η ώρα να γυρίσω πίσω.
Το Πάσχα των Ελλήνων με βρήκε κι αυτό μέσα στο νοσοκομείο, παρέα με ένα παλικάρι δίπλα μου είκοσι χρονών, τον Ανδρέα, που τον έφεραν την ίδια μέρα το πρωί. Είχε τραυματιστεί στο χέρι, όχι πολύ σοβαρά. Θα έμενε λίγες μέρες απ’ ό,τι έδειχναν τα πράγματα. Το σπίτι του ήταν εκεί, στο Μεσολόγγι και η μάνα του ερχόταν κάθε μέρα για να τον επισκεφτεί και να τον φροντίσει. Πόσο μου έλειπε η μάνα μου εκείνες τις στιγμές…
  Αυτή η καλή γυναίκα με είδε μόνο μου και με λυπήθηκε και κάθε φορά που ερχόταν για το γιο της, έφερνε και σε μένα πράγματα για να περνάει η ώρα μου, πότε ένα βιβλίο, πότε μια παλιά εφημερίδα που έβρισκε ξεχασμένη στο σπίτι τους… Μια μέρα ήρθε με δύο κομμάτια μπακλαβά και μας τα μοίρασε. Όταν ο γιός της τη ρώτησε που τα βρήκε, εκείνη του άλλαξε κουβέντα. Ένας Θεός ξέρει μόνο πώς βρέθηκαν στα χέρια της…
  Κάθε απόγευμα συζητούσε με τον άντρα της τις εξελίξεις του πολέμου και το πρωί ερχόταν και μας μετέφερε ό, τι είχε μάθει, είτε από το ραδιόφωνο, είτε από τις εφημερίδες, είτε από τις κουβέντες των αντρών στο καφενείο.
 Τα νέα που μας έφερε μια βδομάδα αργότερα από την έλευση του γιου της στο νοσοκομείο ήταν δυσάρεστα. Κυριακή του Θωμά οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα…
Από νωρίς το πρωί τα γερμανικά αεροσκάφη πετούσαν επιδεικτικά πάνω από την πρωτεύουσα και οι κάτοικοι κλεισμένοι στα σπίτια τους, παρακολουθούσαν τις εξελίξεις από το ραδιόφωνο.   Τεθωρακισμένα οχήματα εισέρχονταν από τρείς διαφορετικές κατευθύνσεις για να φτάσουν στο κέντρο της πόλης.
Φτάνοντας στην Ακρόπολη, μια ομάδα Γερμανών, ανέβηκε στον Ιερό Βράχο για να κατεβάσει την ελληνική σημαία και να υψώσει τη γερμανική με τον αγκυλωτό σταυρό. Εκεί συνάντησαν τον νεαρό εύζωνα Κωνσταντίνο Κουκίδη που φρουρούσε τη γαλανόλευκη και παρ’ όλο που τον σημάδευσαν με τα πολυβόλα που κρατούσαν, εκείνος αρνήθηκε να εκτελέσει τη διαταγή τους. Ένας Γερμανός στρατιώτης έπραξε αυτό που αρνήθηκε να κάνει ο Έλληνας φαντάρος και αφού κατέβασε τη σημαία μας, τη δίπλωσε προσεκτικά και την παρέδωσε στον εύζωνα. Εκείνος την κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα με λύπη και αφού την τύλιξε στο σώμα του, έτρεξε στην άκρη του Ιερού Βράχου τραγουδώντας τον Εθνικό μας Ύμνο και έπεσε με φόρα στο κενό.
  Μόλις η μητέρα του Ανδρέα τελείωσε την αφήγησή της, επικράτησε σιγή. Όλοι μας μέσα στο θάλαμο, ακόμη και οι νοσοκόμοι, με δάκρυα στα μάτια βυθιστήκαμε ο καθένας στις δικές του σκέψεις. Ο πόνος γι’ αυτό το παλικάρι, γι’ αυτόν τον τίμιο και εξαίρετο πατριώτη, έκανε την οργή μας εναντίων των Γερμανών μεγαλύτερη. Το γεγονός ότι δεν μπορούσαμε πια να κάνουμε τίποτα, μόνο να δεχτούμε στωικά τη μοίρα μας, μας ανάγκαζε να σφίγγουμε τα δόντια και να μη λέμε λέξη…
  Ο Ανδρέας πήρε εξιτήριο μετά από μερικές μέρες κι εγώ ύστερα από την παρότρυνση της μητέρας του αποφάσισα να γράψω δυο λόγια στους γονείς μου. Δε μου έφταιγαν σε τίποτα εκείνοι για το κακό που με βρήκε, ήταν πολύ εγωιστικό από τη μεριά μου να μην έχω δώσει σημεία ζωής τόσο καιρό. Εξάλλου ούτε εκείνοι περνούσαν καλύτερα από μένα, ο πόλεμος δεν έπληττε μόνο αυτούς που πολεμούσαν αλλά κι αυτούς που έμεναν πίσω. Οι δικοί μου αγωνιούσαν για τη ζωή μου κι εγώ τους άφηνα στα σκοτάδια μήνες ολόκληρους. Τους έγραψα για τον τραυματισμό μου και για το ενδεχόμενο πως σε λίγο καιρό θα βρίσκομαι κοντά τους, όπως μου είχαν επιβεβαιώσει οι γιατροί.           
   Είχε φτάσει η ώρα για να φύγω. Μετά από πέντε μήνες σχεδόν νοσηλείας, ήμουν καλά, μου είπαν και μπορούσα να γυρίσω στο σπίτι μου. Τι καλά εννοούσαν, δεν κατάλαβα… Εγώ όρθιος ξεκίνησα και μισός άνθρωπος επέστρεφα.
  Το μεσημέρι πριν την αναχώρησή μου από το Μεσολόγγι, με επισκέφτηκαν στο νοσοκομείο δύο άντρες απεσταλμένοι από το Γενικό Επιτελείο Στρατού για να μου εκφράσουν τα θερμά τους συγχαρητήρια και να με παρασημοφορήσουν για τα ανδραγαθήματά μου στο πεδίο μάχης. 20 Μαΐου του ‘41, εγώ γυρνούσα σπίτι μου, ενώ οι Γερμανοί επιτίθονταν στην Κρήτη. Μια μάχη που κράτησε δώδεκα μέρες με νικητές τους Γερμανούς, όμως το τίμημα της νίκης τους ήταν τόσο σοβαρό και μεγάλο που μέχρι το τέλος του πολέμου, είμαι σίγουρος πως δε θα επαναλάβουν παρόμοια επιχείρηση…

  Επιστροφή στο πατρικό μου σπίτι λοιπόν, ύστερα από λίγο καιρό απουσίας που σε μένα όμως φάνηκε ατελείωτος. Επιστροφή στα γνώριμα κι αγαπημένα πρόσωπα που με τόση χαρά με υποδέχθηκαν. Η μάνα μου, φανερά αδυνατισμένη, έσκυψε και με αγκάλιασε με δάκρυα στα μάτια και αμέσως μετά σήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό, ευχαριστώντας τον Θεό που γύρισα ζωντανός. Δε θέλησα να τη στενοχωρήσω λέγοντας της πως στον ίδιο Θεό, εγώ είχα θυμώσει για το κακό που μου έτυχε.
  Ο πατέρας μου αφού με καλοδέχτηκε, με βοήθησε να ανέβω στο δωμάτιό μου. Το παιδικό μου δωμάτιο που φάνταζε πλέον στα μάτια μου τόσο μικρό, σαν να έλειψα δεκαετίες ολόκληρες. Αλλά και το χωριό μου, σε τίποτα δε θύμιζε πια το άλλοτε όλο ζωή αγαπημένο μέρος. Είχε υποστεί την απόλυτη εξαθλίωση από το πέρασμα του πολέμου πάνω του.
  Οι επόμενες μέρες ήταν βασανιστικές. Οι συγχωριανοί μου περνούσαν από το σπίτι να με δουν κι εγώ ένιωθα σαν αξιοθέατο, ή μάλλον το ακριβώς αντίθετο. Αισθανόμουν άσχημα, ντρεπόμουν για την κατάντια μου.
Οι γονείς του Σταύρου με επισκέφτηκαν και θέλησαν να μάθουν με κάθε λεπτομέρεια πώς χάθηκε ο γιος τους. Έφυγαν βουρκωμένοι αλλά ικανοποιημένοι και περήφανοι, γιατί μόνο τα καλύτερα είχα να τους πω γι’ αυτό το άξιο παιδί.
  Οι νύχτες ήταν χειρότερες, καθώς οι εφιάλτες δε με άφηναν να ησυχάσω. Τα μαχητικά βομβάρδιζαν και σάρωναν τα πάντα στο πέρασμά τους κι εγώ έτρεχα να σωθώ σαν λιποτάκτης. Ο Σταύρος με δύο λευκά φτερά αγγέλου στην πλάτη του, γελούσε σαν να με κορόιδευε και τότε ξυπνούσα κάθιδρος και τρομαγμένος.
Πέρασαν δύο χρόνια για να συνέλθω απ’ τη ντροπή που ένιωθα. Δύο χρόνια ολόκληρα για να σταματήσω να βλέπω αυτά τα όνειρα. Η αναπηρία έγινε μέρος του εαυτού μου, τη συνήθισα. Άρχισα δειλά δειλά να βγαίνω από το σπίτι και να κάνω βόλτες στο χωριό, να συναντάω ανθρώπους χωρίς να σκύβω το κεφάλι. Ο πατέρας μου σπρώχνει την αναπηρική καρέκλα μου μέχρι το καφενείο και καθόμαστε μαζί με όλους τους ηλικιωμένους του χωριού και κουβεντιάζουμε. Μιλάμε για τα κατορθώματά μας από την αρχή του πολέμου και ο πατριωτισμός ζωγραφίζεται στα πρόσωπα όλων μας, καθώς οι νίκες ήταν πολλές και η περηφάνια μεγάλη. Ενίοτε τα βλέμματα γεμίζουν θλίψη όταν θυμόμαστε τον θάνατο κάποιου συγχωριανού μας από τα πυρά του εχθρού ή ακόμα κι από τις κακουχίες ή όταν αναφερόμαστε στην παρούσα κατάσταση της κατοχής. Άλλες φορές πάλι, θυμώνουμε μεταξύ μας όταν η συζήτηση στρέφεται σε πολιτικό επίπεδο, μα με δυο ποτήρια κρασί τα ξεχνάμε όλα και γυρίζουμε ξανά την κουβέντα στα παλικάρια της πρώτης γραμμής. 
 Σταμάτησα να τα βάζω με τον Θεό και να μεμψιμοιρώ, κατάλαβα πως όλο αυτό δεν βγάζει πουθενά. Η κατάστασή μου θα είναι αυτή από δω και στο εξής και πρέπει να τη δεχτώ. Σε όλα αυτά, βέβαια, με βοήθησε η Ελένη. Μια γειτονοπούλα που μου στάθηκε επάξια από την πρώτη κιόλας μέρα που επέστρεψα στο πατρικό μου. Περνούσαμε ατελείωτες ώρες στο δωμάτιό μου, συζητώντας. Στην αρχή την έδιωχνα, γιατί δεν ήθελα να βλέπω κανέναν, με τον καιρό όμως με κέρδισε η επιμονή της και το γλυκό της χαμόγελο.
  Αμέσως μετά την απελευθέρωση, έχουμε πει να παντρευτούμε. Να έχει επιστρέψει και ο αδερφός της που ελπίζω κι εύχομαι να μην τον έχουν αιχμαλωτίσει, γιατί πολλά ακούγονται… Ναι, να παντρευτούμε, γιατί όχι;  Είναι όμορφη, έξυπνη, γλυκιά και ευγενική. Αισθάνομαι όμορφα κοντά της και με κάνει να ξεχνιέμαι από τις δυσάρεστες αναμνήσεις μου. Εκείνη με βοήθησε να δω τα πράγματα αλλιώς, να μη ντρέπομαι αλλά να είμαι περήφανος, γιατί αυτό που μου έτυχε, συνέβη όταν πολεμούσα γενναία υπέρ της πατρίδος μου…
  Σήμερα έχει δουλειά με τους δικούς της και δε θα έρθει να με επισκεφτεί. Έτσι, μένω μονάχος μου και αποφάσισα να γράψω. Να αποτυπώσω στο χαρτί όσα έχω μέσα μου και με βασανίζουν.
 Σχεδόν τρία χρόνια έχουν περάσει από την έναρξη του πολέμου και αυτό το μαρτύριο δεν έχει τελειωμό. Έχω επιστρέψει στον τόπο που μεγάλωσα, γνώρισα τον έρωτα κι όμως το κενό που εξακολουθώ να νιώθω είναι τεράστιο. Ποτέ δε θα ξεχάσω, πάντα θα θυμάμαι με πίκρα τη δύνη του πολέμου και τις πληγές που άνοιξε στην ψυχή μου, απ’ την άλλη πλευρά όμως χαίρομαι που είμαι εδώ. Πίσω στο σπίτι μου…
                                 
                             Φωτεινή Ταχατάκη